- κύριος
- -α, -ο, θηλ. και -ία (AM κύριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος)1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ.γ. «πόλεων καὶ τόπων, ὧν ἧμέν ποτε κύριοι», Δημοσθ.)2. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει κάτι στην κυριότητά του, ιδιοκτήτης, κάτοχος («ο κύριος τού οικοπέδου»)3. σημαντικός, ουσιώδης, βασικός, θεμελιώδης (α. «οι γυναίκες είναι η κύρια αιτία τής καταστροφής του» β. «τὰς μὲν δίκας... καὶ τὰς διαίτας ἐποιήσατε κυρίας εἶναι», Ανδοκ.γ. «κυριώτερα μέρη τοῡ σώματος», Φιλόστρ.)4. αυτός που λέγεται με κυριολεξία, κυριολεκτικός («η κύρια σημασία τής λέξης»)5. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κύριος, η κυρίατιμητική προσηγορία ή προσφώνηση σε θεούς, αυτοκράτορες, ηγεμόνες, εκκλησιαστικούς άρχοντες και γενικά ως ένδειξη σεβασμού («οι κύριοι βουλευτές παρακαλούνται να μην διακόπτουν τον ομιλητή»)6. το αρσ. ως ουσ. α) δεσπότης, οικοδεσπότης («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)β) σύζυγος ή πατέρας7. το θηλ. ως ουσ. α) η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοδέσποιναβ) τιμητική προσαγόρευση παντρεμένης γυναίκας («ὁ πρεσβύτερος, ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῑς τέκνοις αὐτῆς», ΚΔ)8. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κύριοςα) ο Θεός («χαῑρε, κεχαριτωμένηὁ Κύριος μετὰ σοῡ», ΚΔ)β) ο Ιησούς Χριστός («μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)9. φρ. «κύριο όνομα» — το ιδιαίτερο όνομα το οποίο γράφεται με αρκτικό κεφαλαίο γράμμα και με το οποίο ένα ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα διακρίνεται από άλλα ομοειδή («τῷ τε κυρίῳ αὐτοῡ ὀνόματι προσθέντες Ἀφρικανὸν ἐκάλεσαν ἀφ' ἑαυτῶν», Ηρωδιαν.)νεοελλ.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. α) σοβαρός και αξιοπρεπής άνθρωπος (α. «είναι καθώς πρέπει κύριος» β. «φέρθηκε σαν κυρία»)β) ο δάσκαλος, η δασκάλα («θα τό πω στον κύριο»)2. φρ. α) «πρώτο και κύριο» — πρωτίστωςβ) «είναι κύριος τού εαυτού του». i) είναι αυτεξούσιος, είναι ανεξάρτητοςii) μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό τουγ) «κύρια πρόταση» — πρόταση η οποία εκφέρεται μόνη της ή συνδέεται κατά παράταξη με άλλη ή με άλλες προτάσεις, σε αντιδιαστολή με τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρότασηδ) «Κύριος οίδε» — είναι άγνωστοε) «Θεέ και Κύριε» ή «Κύριε τών Δυνάμεων» — ως έκφραση απορίας και κατάπληξηςστ) «Κύριε, ελέησον» — λέγεται για δήλωση μεγάλης απορίαςζ) «απεδήμησε εις Κύριον» — πέθανεη) «Σοί, Κύριε» — λέγεται σε περιπτώσεις απόλυτης υποταγήςθ) «θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου» — λέγεται από κάποιον που προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην εκστομίσει βαριά φράση ή μομφή3. παροιμ. «το πολύ το "Κύριε, ελέησον" τό βαριέται κι ο θεός» ή «το πολύ το "Κύριε ελέησον" τό βαριέται και ο παπάς» — όταν κάτι επαναλαμβάνεται συχνά, έστω κι αν λέγεται προς τιμήν κάποιου, καταντά ανιαρόμσν.1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο βασιλιάς, ο άρχοντας2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κυρίαη Παναγία3. φρ. α) «εἶμαι κύριος τοῡ εαυτού μου» — ορίζω τον εαυτό μουβ) «κάτοχος τῶν νηῶν» — καπετάνιοςαρχ.1. έγκυρος («κύρια τελοῡντες τὰ τούτων δόγματα», Πλάτ.)2. θεμιτός, νόμιμος3. (για χρόνο) προσδιορισμένος, ορισμένος («ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος», Ηρόδ.)4. φυσικός, πραγματικός («ἡ κυρία ἀρετή», Αριστοτ.)5. συνηθισμένος, κοινός («ἅπαν δὲ ὄνομά ἐστιν ἢ κύριον ἢ γλῶττα ἢ μεταφορά... λέγω δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι», Αριστοτ.)6. το αρσ. ως ουσ. επίτροπος, επιμελητής (α. «γυναῑκα ἔλαβεν ἐκ τῆς Ἑλλάδος τῶν κυρίων διδόντων», Δίων Χρυσ.β. «κύριος γεγενημένος τούτου», Μέν.)7. το θηλ. ως ουσ. α) δύναμη, ισχύς, κυριαρχίαβ) εξουσία, δικαίωμα κατοχής («ἡ σύγκλητος... ἔχει τὴν τοῡ ταμείου κυρίαν», Πολ.)γ) προσαγόρευση γυναίκας που είχε υπερβεί το δέκατο τέταρτο έτος τής ηλικίας της8. το ουδ. ως ουσ. τὸ κύριονη δύναμη που κυβερνά, που έχει την εξουσία σε μια πολιτεία («τί δεῑ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως... τὸ πλῆθος ἢ τοὺς πλουσίους», Αριστοτ.)9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ κύριαοι ανώτατες αρχές («τὰ τῆσδε γῆς κύρια», Σοφ.)10. (το ουδ. πληθ. υπερθ. ως ουσ.) τὰ κυριώτατατα σπουδαιότερα όργανα τού σώματος11. φρ. α) «κύριος μήν» — ο ένατος μήνας τής εγκυμοσύνηςβ) (στην Αθήνα) «κυρία ἐκκλησία» — η νόμιμη και καθορισμένη εκκλησία τού δήμου κατά την οποία κυρώνονταν τα ψηφίσματα.επίρρ...κυρίως και κύρια (AM κυρίως)1. κατ' εξοχήν, πρωτίστως («μάς ενδιαφέρει κυρίως να μάθουμε ποια είναι η αιτία»)2. (για λέξεις) με την κύρια σημασία, κυριολεκτικά («ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει κυρίως», Πολ.)νεοελλ.προπάντων, ιδίωςαρχ.1. με τρόπο που αρμόζει σε κύριο, σε αφέντη, με πλήρη εξουσία («τὰς τε πόλεις τὰς Ἑλληνίδας οὕτω κυρίως παρείληφεν ὥστε τὰς μὲν αὐτῶν κατασκάπτειν», Ισοκρ.)2. με βεβαιότητα, με σιγουριά3. κανονικά, ομαλά, νόμιμα, δίκαια («ὧν ὁ κλῆρος γιγνέσθω κυρίως», Πλάτ.)4. με ακρίβεια, ορθά («εἰ μέλλεις τελέως γυμνασάμενος κυρίως διόψεσθαι τὸ ἀληθές», Πλάτ.)5. με εξαιρετική σημασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύρ-ιος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *ku-r- (παρεκτεταμένη με -r-) τής ΙΕ ρίζας *keu- «φουσκώνω». Ο τ. *κῦρ-ος αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. śura-, αβεστ. sūra «ισχυρός, γενναίος». Ο τ. κύριος συνδέεται με αρχ. ινδ. saavīra- «ισχυρός», ουαλ. cawr «γίγαντας» καθώς και με το κυῶ*, παρά τη διαφορά τής σημασίας τους. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους σχηματίστηκε ο τ. κύρις (< κύριος με συγκοπή τού -ο- τής κατάληξης -ιος (πρβλ. και Αντώνιος > Αντώνις, Βασίλειος > Βασίλεις) που αργότερα γράφηκε κύρης κατά τα ουσ. σε -ης (τύπος: ναύτης). Οι τ. κύρος / κυρός < κύροι < κύριοι, με απλοποίηση τών αλλεπάλληλων / ii / = -ιοι), ενώ το θηλ. κυρά < κύρα < κυρία (ο τονισμός πιθ. αναλογικά προς το πεθερά). Ο τ. κύριος χρησιμοποιήθηκε αρκετά νωρίς ως τιμητική προσφώνηση τού θεού, τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων, καθώς και γονέων, δήλωνε δηλ. προσφώνηση σεβασμού προς τα αντίστοιχα πρόσωπα. Στη Νέα Ελληνική ο τ. κύριος χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «εξουσιαστής, κυρίαρχος» και αφ' ετέρου ως προσφώνηση ανδρών. Ο τ. κυρ (< κύρι, κλητ. τού κύρις, με σίγηση τού ληκτικού -ι, < κύριος) χρησιμοποιείται σε ένδειξη οικειότητας πριν από βαπτιστικό όνομα («κυρ Κώστα») και πριν από ουσ. που δηλώνουν αξίωμα ή επάγγελμα («κυρ λοχία», «κυρ δάσκαλε»)].ΠΑΡ. κυριακός, κυριεύω, κυριότητα (-ότης), κυρώνω (κυρώ)αρχ.κύρειος, κυριώδηςαρχ.-μσν.κυριώμσν.κυριοσύνημσν.- νεοελλ.Κυριακή.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κυριαρχίααρχ.κυριοπρασία, κυριοτόκος, κυριοφόροςαρχ.-μσν.κυριοκτόνος, κυριόλεκτος, κυριολογώμσν.κυριάρχης, κυριέγκλειστος, κυριόδουλος, κυριοεργός, κυριοκλησίαι, κυριοκράτωρ, κυριομήτωρ, κυριώνυμοςμσν.- νεοελλ.κυριαρχώνεοελλ.κυρίαρχος. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκατοκύριος, μετακύριος, παντακύριος, φιλοκύριοςνεοελλ.συγκύριος].
Dictionary of Greek. 2013.